Σύντομα ψυχοθεραπευτικά στιγμιότυπα
Σε κάθε θεραπευτική πορεία, υπάρχουν στιγμές που οι λέξεις δεν επαρκούν, κι όμως ζητούν να γεννηθούν. Οι μικρές ιστορίες που ακολουθούν είναι απόπειρες να αγγίξουν αυτές τις στιγμές. Δεν διδάσκουν, δεν καθοδηγούν, δεν εξηγούν. Μόνο συνοδεύουν.
Η ιστορία του δέντρου που έμαθε να λυγίζει
Ήταν κάποτε ένα δέντρο που μεγάλωνε περήφανο στην άκρη ενός λόφου. Τα κλαδιά του έφταναν ψηλά και ο κορμός του ήταν άκαμπτος, δεν ήξερε να λυγίζει, μόνο να στέκεται.
Ώσπου ήρθε μια δυνατή καταιγίδα. Οι άνεμοι λυσσομανούσαν, και το δέντρο πάλεψε με όλη του τη δύναμη να σταθεί όρθιο. Μα όσο αντιστεκόταν, τόσο έσπαγε.
Κι όταν η καταιγίδα πέρασε, το δέντρο ήταν μισό. Στη σιωπή που ακολούθησε, κοίταξε γύρω του και είδε, για πρώτη φορά, τα άλλα δέντρα. Αυτά που είχαν λυγίσει, χαμηλώσει, ακολουθήσει τον άνεμο και είχαν μείνει ολόκληρα.
Από τότε, το δέντρο έμαθε κι αυτό να λυγίζει. Όχι γιατί έγινε λιγότερο δυνατό, αλλά γιατί έμαθε ότι η ευλυγισία είναι μια άλλη μορφή αντοχής. Και η ρίζα του, που βυθιζόταν πλέον πιο βαθιά στη γη, κράταγε μέσα της και τον άνεμο και τη σιωπή που άφησε πίσω.
Η διαδρομή χωρίς χάρτη
Μια μέρα, ένας άνθρωπος ξεκίνησε να περπατά ένα μονοπάτι που δεν ήξερε πού οδηγεί. Δεν είχε χάρτη, ούτε βεβαιότητες. Μόνο ένα αίσθημα μέσα του ότι έπρεπε να ξεκινήσει.
Στην αρχή ήταν εύκολο. Ο δρόμος ήταν καθαρός, τα βήματα σίγουρα. Μα όσο προχωρούσε, άρχισαν να πυκνώνουν τα δέντρα, να χαμηλώνει το φως. Μπερδεύτηκε, κουράστηκε, σκέφτηκε να γυρίσει πίσω μα δεν θυμόταν πια από πού ξεκίνησε.
Έκατσε τότε κάτω. Και για πρώτη φορά, δεν κοίταξε μπροστά. Κοίταξε μέσα. Κι εκεί, ανάμεσα στις ρωγμές του φόβου και της μοναξιάς, ένιωσε κάτι απαλό να απλώνεται, μια φωνή που δεν ήταν δυνατή, αλλά ήταν αληθινή.
Σηκώθηκε και συνέχισε. Δεν είχε ακόμα χάρτη. Είχε, όμως, κατεύθυνση.
Και κάπως έτσι, η διαδρομή του έγινε η θεραπεία του.
Η σκιά που περίμενε
Κάποτε ένας άνθρωπος φοβόταν τη σκιά του. Την έβλεπε να τον ακολουθεί, σιωπηλή, ακριβής, να γίνεται μεγαλύτερη όταν έπεφτε το φως πίσω του. Προσπαθούσε να την αποφύγει ,έμενε στο σκοτάδι ή έτρεχε μπροστά, για να την αφήσει πίσω.
Μα εκείνη ήταν πάντα μαζί του. Ήσυχη. Δεν του μιλούσε, μόνο του έδειχνε. Τη μορφή του, τα άκρα του, όσα δεν έβλεπε όταν κοίταζε μόνο μπροστά.
Ώσπου μια μέρα, στάθηκε ακίνητος. Κοίταξε τη σκιά στα πόδια του. Δεν τον απειλούσε. Δεν ζητούσε να χαθεί.
Ζητούσε να την αναγνωρίσει.
Κι όταν τόλμησε να την δει, κάτι άλλαξε. Δεν εξαφανίστηκε. Μα δεν ήταν πια εχθρός. Ήταν μέρος του. Και τότε κατάλαβε: ό,τι δεν φωτίζεται μέσα μας, επιστρέφει σαν σκιά. Όχι για να μας φοβίσει αλλά για να μας ολοκληρώσει.
Το σώμα που θυμόταν
Δεν μιλούσε, αλλά θυμόταν. Το σώμα.
Θυμόταν κάθε αγωνία που δεν ειπώθηκε, κάθε δάκρυ που δεν βρήκε δρόμο, κάθε λέξη που κρατήθηκε μέσα του. Δεν το έδειχνε πάντα μα το κουβαλούσε.
Μια ένταση στους ώμους, μια αναπνοή κομμένη, μια φωνή που δεν έβγαινε. Κάποια στιγμή, όταν κάποιος το «άκουσε» όχι με τα αυτιά, αλλά με τη παρουσία του, το σώμα άρχισε να μιλά. Με αναστεναγμό, με ρίγος, με κίνηση που δεν είχε όνομα.
Και τότε άρχισε να ξεφορτώνεται ιστορίες. Όχι για να ξεχαστούν, αλλά για να ειπωθούν αλλιώς.
Με απαλότητα.
Με εμπιστοσύνη.
Με αλήθεια.
Γιατί το σώμα δεν ζητά να το διορθώσεις. Ζητά να το εμπιστευτείς.
Η καρδιά που δεν ήθελε να σκληρύνει
Η καρδιά κουραζόταν, από τις φορές που δεν την αναγνώρισαν. Είχε πληγωθεί, είχε φοβηθεί, είχε κάνει πίσω.
Κάποιοι τη συμβούλεψαν να κλείσει. Να γίνει πιο σκληρή, πιο «λογική», πιο προστατευμένη.
Μα εκείνη, ήξερε αλλιώς.
Ήξερε πως η σκληρότητα δεν είναι ασφάλεια. Είναι απομάκρυνση.
Και η προστασία δεν είναι πάντα τείχος , μπορεί να είναι διάκριση.
Έτσι, η καρδιά δεν έγινε πέτρα. Έγινε χώρος. Με πόρτες. Άλλες ανοιχτές, άλλες μισόκλειστες. Πάντα όμως ζωντανή.
Και κάθε φορά που ακουγόταν ένας χτύπος, ήταν υπενθύμιση:
Μπορεί να πληγώθηκα, αλλά δεν έπαψα να νιώθω.
Επίλογος
Κάθε ιστορία εδώ, όσο μικρή κι αν μοιάζει, κρύβει ένα κομμάτι του μέσα μας κόσμου που ζητά να φανερωθεί και να συναντηθεί με όλες τις πλευρές του εαυτού.
Ίσως να μην υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις, ούτε διαδρομές που να ταιριάζουν σε όλους. Μα αν υπάρχει παρουσία… Υπάρχει διάθεση να ακούσεις, να κοιτάξεις απαλά, να σταθείς… ίσως τότε, να συμβεί το πιο θεραπευτικό από όλα: Να μείνεις κοντά σου.